Πρόκειται ίσως για την πιο ύπουλη και επικίνδυνη νόσο που ταλαιπωρεί μικρές και μεγάλες ηλικίες του γυναικείου ως επί το πλείστον φύλου, καθώς ο ασθενής συνήθως δεν είναι σε θέση να παραδεχτεί ότι νοσεί μέχρι η κατάσταση να γίνει κρίσιμη για την ίδια τη ζωή του.
Η νευρογενής ή ψυχογενής ανορεξία είναι ένα σύνδρομο αυτοεπιβαλόμενης ασυτίας, δηλαδή το άτομο με την θέλησή του περιορίζει την τροφή σε ελάχιστα ποσά γιατί φοβάται μην πάρει βάρος. Αυτός όμως ο περιορισμός της τροφής μπορεί κάποια στιγμή να φτάσει μέχρι την πλήρη διακοπή πρόσληψης, με αποτέλεσμα εκτός από την διαταραχή που μπορεί να προκύψει σε όλα τα όργανα του οργανισμού, να οδηγήσει μέχρι το θάνατο. Γι’ αυτό και στην ψυχογενή ανορεξία παρατηρείται από 15-30% θνησιμότητα. Η ψυχογενής ανορεξία μπορεί να παρουσιαστεί σε άτομα οποιασδήποτε εθνικότητας ή κοινωνικοοικονομικής τάξης, συχνότερα δέ, αναπτύσσεται σε κορίτσια που ασχολούνται με τη γυμναστική, το μπαλέτο δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν λεπτό σώμα, ή ακόμη στη διάρκεια της εφηβίας όπου το σώμα αλλάζει και τα ερεθίσματα του κοινωνικού περιγύρου για την εξωτερική εικόνα, πολλές φορές παρεξηγούνται.
Στα αρχικά στάδια το άτομο περιορίζει την πρόσληψη τροφής στις διαιτητικές και επομένως υγιεινές τροφές και αποφεύγει την κατανάλωση λιπών και υδατανθράκων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ψυχογενούς ανορεξίας είναι η ικανοποίηση του ασθενούς όταν κατορθώνει να μειώνει το βάρος του ταχέως και μη φυσιολογικά. Η ιδιαίτερη σημασία του σωματικού σχήματος και βάρους για την αποτίμηση της προσωπικής αξίας σε συνδυασμό με τη μειωμένη, λόγω του υποσιτισμού, γαστρική κένωση συμμετέχουν στη διαιώνιση της διαταραχής, καθώς ο ασθενής λόγω της δυσπεψίας και του φουσκώματος που νιώθει περιορίζει περαιτέρω τα γεύματα. Στο βουλιμικό τύπο της ψυχογενούς ανορεξίας, ο περιορισμός της προσλαμβανόμενης τροφής συνδυάζεται με υπερφαγικά επεισόδια. Η υπερφαγία τελειώνει με την πρόκληση εμετού και μπορεί να συνδυάζεται με κατάχρηση καθαρτικών ή διουρητικών, ως μέσων απαλλαγής από το περιττό βάρος.
Η ακριβής αιτία των διαταραχών αυτών δεν είναι γνωστή. Παρόλαυτα γνωρίζουμε, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει ένας συνδυασμός περίπλοκων βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων, ο οποίος σχετίζεται με την εκδήλωση και ανάπτυξη του προβλήματος.
Αιτιολογικοί παράγοντες που ενοχοποιούνται:
-Ιστορικού χλευασμού στην παιδική- εφηβική ηλικία λόγω βάρους
-Αυστηρό – απορριπτικό οικογενειακό περιβάλλον
-Κοινωνικές πιέσεις για το ποιο είναι το σώμα που θεωρείται «ωραίο»
-Χαμηλή αυτοεκτίμηση
-Δυσκολία στην έκφραση των συναισθημάτων
-Προβληματικές – συγκρουσιακές σχέσεις στην οικογένεια
-Χρόνιο στρες
Συνέπειες:
-Ξηροδερμία
-Απώλεια μαλλιών
-Αμηνόρροια
-Ατροφία νυχιών
-Μεταβολικές διαταραχές
-Πρώιμη έναρξη οστεοπόρωσης
-Δυσκολία στη συγκέντρωση και τη μνήμη
-Υποθερμία
-Λιποθυμίες
-Θάνατος
Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής αποτελούν ένα δύσκολο θεραπευτικό εγχείρημα τόσο λόγο της σοβαρότητας της νόσου όσο και λόγο της άρνησης που συχνά συναντάται στους ασθενείς ως προς την αναγνώριση και παραδοχή της ύπαρξης προβλήματος. Η άρνηση αυτή συχνά οδηγεί σε δυσκολία συνεργασίας μεταξύ του ασθενούς και της θεραπευτικής ομάδας. Υπομονή και δέσμευση τόσο από τη θεραπευτική ομάδα όσο και από την θεραπευόμενη και την οικογένεια της είναι σημαντικά, διότι τα αποτελέσματα θα έρθουν μετά από μερικούς μήνες και όχι αμέσως. Οι περισσότεροι ασθενείς θα χρειαστούν να ακολουθήσουν ψυχοθεραπεία. Η μορφή, που θα πάρει η θεραπεία αυτή προσαρμόζεται πάντα στις ανάγκες του ατόμου και προσφέρεται από έμπειρο και ειδικευμένο θεραπευτή. Γνωρίζουμε, ότι η θεραπεία οικογένειας και η ψυχοθεραπεία, που στηρίζεται σε γνωσιακές και συμπεριφερολογικές αρχές είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Ορισμένοι ασθενείς θα χρειαστούν φαρμακευτική αγωγή με στόχο να αντιμετωπιστούν πιθανόν συνυπάρχουσες καταστάσεις, όπως κατάθλιψη ή άγχος. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει επίσης και στη μείωση των βουλιμικών επεισοδίων. Η αγωγή παρακολουθείται στενά και προσεχτικά από ειδικευμένο ψυχίατρο. Προσοχή όμως πρέπει να δοθεί στα πρώτα στάδια από το οικείο περιβάλλον, καθώς και η σωστή “διάγνωση” και ο τρόπος προσέγγισης στην εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων της νόσου.
[ΠΗΓΗ: ΑΝΑΣΑ]